τσάτισμα

τσάτισμα
και τσάντισμα, το, Ν [τσατίζω / τσαντίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσατίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσάτισμα το — τσάτισμα, το ατος, και τσάντισμα, το ατος, τσατίλα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσάντισμα — το, Ν βλ. τσάτισμα …   Dictionary of Greek

  • τσάντισμα — το, ατος βλ. τσάτισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”